-
1 διατελεω
(fut. διατελέσω - атт. διατελῶ)1) доводить до конца, совершать, осуществлять(χάριν Eur.; ἐπείπερ ἠρξάμην, διατελέσαι βούλομαι Xen.)
2) продолжать оставатьсяδιατελεῦσι ἐόντες ἐλεύθεροι Her. — они продолжают оставаться свободными;
διατέλει ὥσπερ ἤρξω Plat. — продолжай, как начал;δι΄ ὅλης τῆς ἡμέρας δ. μέχρι δυσμῶν Arst. — длиться весь день до заката;ἀδύνατον γενόμενόν ποτε ἄφθαρτόν τι διατελεῖν Arst. — невозможно, чтобы когда-л. возникшее оставалось непреходящим;καὴ τοῖς ἄλλοις ἀεί τι πράττων ἀγαθὸν διετέλει Plut. — он и остальным всегда делал добро3) проводить жизнь, жить, существовать(ἀλύπως Plat.; ἀσφαλέστατος διατελεῖ Thuc.)
διατετελεκὼς τὰ ἐν τοῖς ἐφήβοις δέκα ἔτη Xen. — пробыв в эфебах десять лет;οἱ διατελοῦντες μετ΄ ἀλλήλων διὰ βίου Plat. — всегда ведущие совместную жизнь; -
2 δια-τελέω
δια-τελέω (s. τελέω), ganz vollenden, endigen, im Ggstz des ἄρχομαι, Xen. Hell. 7, 3, 4; χάριν, Eur. Heracl. 435; gew. von der Zeit, z. B. τὰ δέκα ἔτη Xen. Cyr. 1, 5, 4; häufig mit hinzutretendem partic., τὸ λοιπὸν τῆς ζόης διατελέειν ἐόντα τυφλόν Her. 6, 117; διατελεῦσι τὸ μέχρι ἐμεῦ αἰεὶ ἐόντες ἐλεύϑεροι 7, 111; τὸν λοιπὸν βίον καϑεύδοντες Plat. Apol. 31 a; auch διὰ τοῦ βίου, Symp. 192 c. – Dah. c. partic. das Fortwährende, Beharrliche bezeichnend, διετέλεσας πειρώμενος, hast stets, fortwährend versucht, Plat. Theaet. 206 a; oft comic. u. Sp.; διετέλει χρώμενος Plut. Thes. 8. Auch mit dem bloßen adj., so daß ὤν ergänzt werden kann; διατελοῦντός μου προϑύμου Thuc. 6, 89; ἀσφαλέστατος ἂν διατελοίη 1, 34; ἀνυπόδητος διατελεῖς Xen. Mem. 1, 6, 2; ἀνουϑέτητοι διατελοῦσι Isocr. 2, 4; dah. Arist. oft geradezu = bleiben, z. B. H. A. 62, οὐ πήγνυται ἀλλὰ μαλακὸν διατελεῖ